- σιγαροποιός
- ο, Ν1. τεχνίτης καπνοβιομηχανίας2. ο ιδιοκτήτης τής παραπάνω βιομηχανίας, καπνοβιομήχανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «τσιγάρο, πούρο» + -ποιός*. Η λ., στον πληθ. σιγαροποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.